εὐαγοῦς

εὐαγοῦς
εὐαγής 1
free from pollution
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
εὐαγής 2
free from pollution
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
εὐᾱγοῦς , εὐαγής 3
free from pollution
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • CHARTOPHYLAX — in Ecclesia Constantinopolitana, custos erat annuli Patriarchalis, quem ille a Patriatcha sollenniter acceptum, in pectore gestabat; ut dictum: quemadmodum Magno Logothetae vel etiam Accubitori palae, cura annuli vel sigilli, quô literae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CUBICULARIUS Novae Romae — apud Ughellum, Italiae Sacrae Tom. V. p. 1505. Hilarius Sacerdos et Monachus et magnae Ecclesiae novae Romae Cubicularius: dignitas fuit Ecclesiastica eadem forte, cum illa, quam Κουβουκλεισίου appellat Pachymeres, l. 12. c. 2. quâque etiam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • απόστολος — Όνομα τριών μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. 1. Α. Παπακωνσταντίνου,(Αλμυρός Βόλου 1924 –). Μητροπολίτης Πολυανής και Κιλκισίου. Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1950 χειροτονήθηκε …   Dictionary of Greek

  • μουτεβελής — ο επίτροπος ή έφορος βακουφικών κτημάτων ή ευαγούς ιδρύματος στην Τουρκία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. muteveli] …   Dictionary of Greek

  • οικονόμος — ο, η, θηλ. και οικονόμα (ΑΜ οικονόμος, ὁ, ἡ, Α θηλ. και οικονόμισσα) 1. επιστάτης ο οποίος διαχειρίζεται τα ζητήματα τού σπιτιού 2. εκκλ. α) εκκλησιαστικό αξίωμα ο κάτοχος τού οποίου ήταν, στο παρελθόν, υπεύθυνος για τη διαχείριση τής… …   Dictionary of Greek

  • Γύζης, Νικόλαος — (Σκλαβοχώρι Τήνου 1842 – Μόναχο 1901).Ζωγράφος. Η ζωή και η τέχνη του Γ. όπως παρουσιάζονται μέσα από την προσωπική αλληλογραφία, το ημερολόγιο και το ζωγραφικό έργο του, βαδίζουν παράλληλα σε μια συνεχή εσωτερική ψυχική και πνευματική ανοδική… …   Dictionary of Greek

  • Κύριλλος — I Όνομα τριών αρχιεπισκόπων Κύπρου. 1. Κ. Α’ (; – 1854). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1849 54), διάδοχος του Ιωαννίκιου. Ήταν συνετός, αλλά άτολμος ιεράρχης, ίσως επειδή φοβόταν μήπως επαναληφθούν στην Κύπρο οι σφαγές του 1821. Στα χρόνια του αυξήθηκε η …   Dictionary of Greek

  • ЕВЕРГЕТИДСКИЙ ТИПИКОН — визант. литургический и церковно правовой памятник 2 й пол. XI в., регламентировавший особенности устройства и богослужебные порядки располагавшегося возле стен К поля Евергетидского мон ря. Е. Т. сохранился в рукописи Athen. gr. 778, нач. XII в …   Православная энциклопедия

  • ИОАНН КЛАДА — [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Κλαδᾶς] (2 я пол. XIV нач. XV в.), лампадарий Великой ц. в К поле, визант. мелург, учитель пения. Впервые упоминается в каталоге архиеп. Кирилла Мармаринского (сер. XVIII в.) (БАН. РАИК. № 63. Л. 19 об., рубеж XVIII и XIX вв.).… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”